συλλογισμός

συλλογισμός
Σύμφωνα με τον ορισμό που πρώτος έδωσε ο Αριστοτέλης, σ. είναι ένας τρόπος σκέψης, όπου, αφού τεθούν δύο προτάσεις, ακολουθεί ένα συμπέρασμα διαφορετικό από τις προτάσεις και αναγκαίο. Τόσο οι προτάσεις όσο και το συμπέρασμα αποτελούνται από κρίσεις, δηλαδή από θέσεις που εκφράζουν την απόδοση ενός κατηγορήματος σ’ ένα υποκείμενο (π.χ.: «θνητότητα είναι κατηγόρημα όλων των ανθρώπων», ή, χρησιμοποιώντας, όπως είχε κάνει ο Αριστοτέλης, σύμβολα αντί των όρων, «Κ είναι κατηγόρημα όλων των Μ».). Για να μπορεί όμως να υπάρξει σ., χρειάζεται ένας τρίτος όρος, δηλαδή οι δύο προτάσεις να έχουν έναν όρο κοινό (που γι’ αυτό λέγεται «μέσος»): μόνο στην περίπτωση αυτή μπορεί πραγματικά το συμπέρασμα να συνδέσει πειστικά το κατηγόρημα της πρώτης πρότασης με το υποκείμενο της δεύτερης. Για το λόγο αυτό η πρώτη αριστοτελική μορφή σ. είναι η εξής: «αν Κ είναι κατηγόρημα όλων των Μ και Μ κατηγόρημα όλων των Υ, τότε το Κ είναι κατηγόρημα όλων των Υ». Επειδή οι προτάσεις μπορεί να είναι καθολικές ή μερικές, καταφατικές ή αποφατικές, και επειδή ο «μέσος» μπορεί να επέχει θέση μια φορά υποκείμενου και μια φορά κατηγορήματος ή αντίστροφα ή και τις δύο φορές υποκείμενου ή και τις δύο φορές θέση κατηγορήματος, δημιουργείται μεγάλη ποικιλία πιθανών συνδυασμών: για την ακρίβεια 64. Σε όλη την ιστορία της λογικής θεωρήθηκε ως το πρότυπο της επαγωγικής ή αναλυτικής ή ορθολογιστικής σκέψης και για το λόγο αυτόν κρίθηκε διαφορετικά από τους οπαδούς του εμπειρισμού από το ένα μέρος και του ορθολογισμού από το άλλο. Αλλά μόνο πρόσφατα, με τη συμβολική και μαθηματική λογική, ξαναγύρισαν συστηματικά στη μελέτη του. Η ισχύς ενός σ., εφόσον δε συμπίπτει με την πραγματική αλήθεια του (π.χ. «αν πτερωτός είναι κατηγόρημα όλων των γάτων και γάτος κατηγόρημα όλων των πτερών» είναι ασφαλώς ένας έγκυρος σ., γιατί εφόσον τέθηκαν αυτές οι προϋποθέσεις το συμπέρασμα είναι αναγκαίο, αλλά αποτελείται από προτάσεις που είναι όλες ολοφάνερα ψεύτικες), εξαρτιέται μόνο από τη μορφή της σκέψης, δηλαδή από την αμοιβαία σχέση και θέση των όρων, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο τους. Και για το λόγο αυτό μπορεί να σχηματοποιηθεί απόλυτα με σύμβολα, επιτρέποντας να εργαστούμε, κατά τρόπο απόλυτα συνεπή και αναγκαίο, με τα σύμβολα αυτά και μόνο μ’ αυτά.
* * *
ο, ΝΜΑ [συλλογίζομαι]
1. η κατά λογική συνάφεια δύο ή περισσότερων κρίσεων εξαγωγή μιας άλλης ως συμπέρασμα από τα δεδομένα
2. (κατά τον Αριστοτ.) πνευματική διεργασία κατά την οποία το συμπέρασμα ή πόρισμα συνάγεται με τη σύγκριση δύο δεδομένων όρων ή προκείμενων προτάσεων με άλλον τρίτο, τον λεγόμενο μέσο
νεοελλ.
1. η γεμάτη φροντίδες πνευματική ενασχόληση με κάτι, κατήφεια, σκυθρωπότητα, σύννοια, συλλογή
2. φρ. «κατηγορικός συλλογισμός» — βλ. κατηγορικός
αρχ.
1. συνυπολογισμός («κατὰ τὸν συλλογισμὸν τοῡ κοινοῡ πολέμου ἔχειν τὰ κτήματα», επιγρ.)
2. το να συλλογίζεται κανείς λογικά, να σκέπτεται κάποιος ορθά
3. συλλογιστικό σχήμα («οὐ τῇ τύχη πιστεύων ἀλλά τοῑς συλλογισμοῑς», Πολ.)
4. (ρητ.) συμπέρασμα, πόρισμα που συνάγεται από γραπτό ή άγραφο νόμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συλλογισμός — computation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογισμός — ο 1. ορισμένο είδος λογικής διεργασίας κατά το οποίο από δύο προκείμενες συνάγεται ένα συμπέρασμα κατά λογική ακολουθία: Τρεις είναι οι όροι του συλλογισμού: το υποκείμενο, το κατηγόρημα και ο μέσος όρος. 2. συλλογή, επίμονη σκέψη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συλλογισμοῖς — συλλογισμός computation masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογισμοί — συλλογισμός computation masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογισμοῦ — συλλογισμός computation masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογισμούς — συλλογισμός computation masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογισμέ — συλλογισμός computation masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογισμῶ — συλλογισμός computation masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογισμῶν — συλλογισμός computation masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογισμῷ — συλλογισμός computation masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”